- καυγαδίζω
- βλ. καβγαδίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καβγαδίζω — και καυγαδίζω [καβγάς] φιλονικώ, διαπληκτίζομαι … Dictionary of Greek
φαγώνομαι — Ν 1. φθείρομαι από τριβή ή άλλη διαβρωτική ενέργεια 2. μαλώνω, καυγαδίζω («φαγώνονται όλη μέρα») 3. (η μτχ. παρακμ.) βλ. φαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + ρηματ. κατάλ. ώνω / ώνομαι] … Dictionary of Greek